- πολυμιγία
- πολυμιγίᾱ , πολυμιγίαmixture of many componentsfem nom/voc/acc dualπολυμιγίᾱ , πολυμιγίαmixture of many componentsfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυμιγία — ἡ, Α [πολυμιγής] 1. ανάμιξη διαφόρων συστατικών 2. πολυποίκιλη σύνθεση 3. σύγχυση, ανακάτεμα … Dictionary of Greek
πολυμιγίαν — πολυμιγίᾱν , πολυμιγία mixture of many components fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυμιξία — η, ΝΜΑ [πολύμικτος] νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων βερυκόμορφων ιχθύων που απαντά στις τροπικές και εύκρατες περιοχές τού Ατλαντικού και τού Ειρηνικού Ωκεανού μσν. 1. πολυγαμία 2. κακοφωνία από πολλές φωνές μσν. αρχ. 1. πολυμιγία*, ανάμιξη… … Dictionary of Greek